Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βίωσις
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιώτω
βλάβεν
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλᾱκείᾱ
βλᾱκεύω
βλᾱκικός
βλᾱκώδης
βλᾱ́ξ
βλάπτω
βλαστάνω
βλάστη
βλάστημα
View word page
βλαισός
βλαισόςή όνadj of personsbow-leggedX.

ShortDef

having the knees bent inwards, bandylegged

Debugging

Headword:
βλαισός
Headword (normalized):
βλαισός
Headword (normalized/stripped):
βλαισος
IDX:
7501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7502
Key:
βλαισός

Data

{'headword_display': '<b>βλαισός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βλαισός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>bow-legged</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βλαισός'}