Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βιῶ
βιώσιμος
βίωσις
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιώτω
βλάβεν
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλᾱκείᾱ
βλᾱκεύω
βλᾱκικός
βλᾱκώδης
βλᾱ́ξ
βλάπτω
βλαστάνω
View word page
βλάβομαι
βλάβομαιep.mid.vbseeβλάπτω

ShortDef

stumble, hesitate

Debugging

Headword:
βλάβομαι
Headword (normalized):
βλάβομαι
Headword (normalized/stripped):
βλαβομαι
IDX:
7499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7500
Key:
βλάβομαι

Data

{'headword_display': '<b>βλάβομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βλάβομαι</HL><PS>ep.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>βλάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βλάβομαι'}