Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βιόω
βιόωνται
Βίστονες
βιῶ
βιῶ
βιώσιμος
βίωσις
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιώτω
βλάβεν
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλάβος
βλαισός
βλαίσωσις
βλᾱκείᾱ
βλᾱκεύω
βλᾱκικός
View word page
βιώτω
βιώτω
3sg.aor.2 imperatv.
see
βιόω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βιώτω
Headword (normalized):
βιώτω
Headword (normalized/stripped):
βιωτω
IDX:
7495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7496
Key:
βιώτω
Data
{'headword_display': '<b>βιώτω</b>', 'content': '<XE><RefFm>βιώτω<LblR>3sg.aor.2 imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βιόω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βιώτω'}