Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιόω
βιόωνται
Βίστονες
βιῶ
βιῶ
βιώσιμος
βίωσις
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιώτω
βλάβεν
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλάβος
βλαισός
View word page
βίωσις
βίωσιςεωςf manner of livingNT.

ShortDef

manner of life

Debugging

Headword:
βίωσις
Headword (normalized):
βίωσις
Headword (normalized/stripped):
βιωσις
IDX:
7491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7492
Key:
βίωσις

Data

{'headword_display': '<b>βίωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βίωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>manner of living</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βίωσις'}