Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βιοστερής
βιοτείᾱ
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιόω
βιόωνται
Βίστονες
βιῶ
βιῶ
βιώσιμος
βίωσις
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιώτω
βλάβεν
βλαβερός
βλάβη
View word page
βιῶ
1
βιῶ
1
mid.imperatv.
βιωόμενος
ep.mid.ptcpl.
see
βιάομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βιῶ
Headword (normalized):
βιῶ
Headword (normalized/stripped):
βιω
IDX:
7488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7489
Key:
βιῶ_1
Data
{'headword_display': '<b>βιῶ</b><sup>1</sup>', 'content': '<XE><RefFm>βιῶ<Hm>1</Hm><LblR>mid.imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>βιωόμενος<LblR>ep.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βιάομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βιῶ_1'}