Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτείᾱ
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιόω
βιόωνται
Βίστονες
βιῶ
βιῶ
βιώσιμος
βίωσις
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιώτω
βλάβεν
View word page
βιόωνται
βιόωνται
ep.3pl.mid.
βιῴατο
ep.3pl.opt.mid.
see
βιάομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βιόωνται
Headword (normalized):
βιόωνται
Headword (normalized/stripped):
βιοωνται
IDX:
7486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7487
Key:
βιόωνται
Data
{'headword_display': '<b>βιόωνται</b>', 'content': '<XE><RefFm>βιόωνται<LblR>ep.3pl.mid.</LblR></RefFm><RefFm>βιῴατο<LblR>ep.3pl.opt.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βιάομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βιόωνται'}