Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βιοδότης
βιόδωρος
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτείᾱ
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιόω
βιόωνται
Βίστονες
βιῶ
βιῶ
βιώσιμος
βίωσις
βιωτέον
View word page
βιοτήσιος
βιοτήσιοςονadjof produce for saleproviding a livingAR.

ShortDef

supporting life

Debugging

Headword:
βιοτήσιος
Headword (normalized):
βιοτήσιος
Headword (normalized/stripped):
βιοτησιος
IDX:
7482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7483
Key:
βιοτήσιος

Data

{'headword_display': '<b>βιοτήσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βιοτήσιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of produce for sale</Indic><Tr>providing a living</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βιοτήσιος'}