Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βῖκος
βίμβλις
βῑνέω
βῑνητιάω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτείᾱ
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιόω
βιόωνται
Βίστονες
βιῶ
View word page
βιο-στερής
βιο-στερήςέςadjστερέω bereft of the means of livingindigent, destituteS.

ShortDef

reft of the means of life

Debugging

Headword:
βιοστερής
Headword (normalized):
βιοστερής
Headword (normalized/stripped):
βιοστερης
IDX:
7478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7479
Key:
βιοστερής

Data

{'headword_display': '<b>βιο-στερής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βιο-στερής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στερέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>bereft of the means of living</Def><Tr>indigent, destitute</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βιοστερής'}