Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βιβῶν
βιήσατο
βίηφι
Βῑθῡνοί
βῖκος
βίμβλις
βῑνέω
βῑνητιάω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτείᾱ
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
View word page
βιο-θάλμιος
βιο-θάλμιοςονadjθάλλω of a manenjoying a vigorous lifehHom.

ShortDef

lively, strong, hale

Debugging

Headword:
βιοθάλμιος
Headword (normalized):
βιοθάλμιος
Headword (normalized/stripped):
βιοθαλμιος
IDX:
7474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7475
Key:
βιοθάλμιος

Data

{'headword_display': '<b>βιο-θάλμιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βιο-θάλμιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>enjoying a vigorous life</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βιοθάλμιος'}