Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βιβλιοθήκη
βιβρώσκω
βιβῶν
βιήσατο
βίηφι
Βῑθῡνοί
βῖκος
βίμβλις
βῑνέω
βῑνητιάω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτείᾱ
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
View word page
βιο-δότης
βιο-δότηςουmβίοςδίδωμι ref. to a godprovider of one's livelihoodPl.

ShortDef

giver of life

Debugging

Headword:
βιοδότης
Headword (normalized):
βιοδότης
Headword (normalized/stripped):
βιοδοτης
IDX:
7472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7473
Key:
βιοδότης

Data

{'headword_display': '<b>βιο-δότης</b>', 'content': "<NE><HG><HL>βιο-δότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βίος</Ref><Ref>δίδωμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>ref. to a god</Indic><Tr>provider of one's livelihood</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'βιοδότης'}