Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βίβλινος
βιβλιοθήκη
βιβρώσκω
βιβῶν
βιήσατο
βίηφι
Βῑθῡνοί
βῖκος
βίμβλις
βῑνέω
βῑνητιάω
βιοδότης
βιόδωρος
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιός
βίος
βιοστερής
βιοτείᾱ
βιοτεύω
βιοτή
View word page
βῑνητιάω
βῑνητιάωcontr.vbdesideratv. of a womanwant a fuckAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βῑνητιάω
Headword (normalized):
βῑνητιάω
Headword (normalized/stripped):
βινητιαω
IDX:
7471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7472
Key:
βῑνητιάω

Data

{'headword_display': '<b>βῑνητιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βῑνητιάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>desideratv.</Ety></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>want a fuck</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βῑνητιάω'}