Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βιάομαι
βιασμός
βιασταί
βιαστικός
βιᾱτᾱ́ς
βιβάζω
βιβάσθων
βιβάω
βιβλιακός
βιβλιᾱφόρος
βιβλῑ́διον
Βίβλινος
βιβλιοθήκη
βιβρώσκω
βιβῶν
βιήσατο
βίηφι
Βῑθῡνοί
βῖκος
βίμβλις
βῑνέω
View word page
βιβλῑ́διον
βιβλῑ́διονnseeβυβλῑ́διον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιβλῑ́διον
Headword (normalized):
βιβλῑ́διον
Headword (normalized/stripped):
βιβλιδιον
IDX:
7460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7461
Key:
βιβλῑ́διον

Data

{'headword_display': '<b>βιβλῑ́διον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βιβλῑ́διον</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>βυβλῑ́διον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βιβλῑ́διον'}