Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βίαιος
βιαιότης
βιάομαι
βιασμός
βιασταί
βιαστικός
βιᾱτᾱ́ς
βιβάζω
βιβάσθων
βιβάω
βιβλιακός
βιβλιᾱφόρος
βιβλῑ́διον
Βίβλινος
βιβλιοθήκη
βιβρώσκω
βιβῶν
βιήσατο
βίηφι
Βῑθῡνοί
βῖκος
View word page
βιβλιακός
βιβλιακόςadjseeβυβλιακός

ShortDef

versed in books

Debugging

Headword:
βιβλιακός
Headword (normalized):
βιβλιακός
Headword (normalized/stripped):
βιβλιακος
IDX:
7458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7459
Key:
βιβλιακός

Data

{'headword_display': '<b>βιβλιακός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βιβλιακός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>βυβλιακός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βιβλιακός'}