Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βηταρμός
βητάρμων
βήτην
βίᾱ
βιάζομαι
βιαιολεχής
βιαιομαχέω
βίαιος
βιαιότης
βιάομαι
βιασμός
βιασταί
βιαστικός
βιᾱτᾱ́ς
βιβάζω
βιβάσθων
βιβάω
βιβλιακός
βιβλιᾱφόρος
βιβλῑ́διον
Βίβλινος
View word page
βιασμός
βιασμόςοῦmβιάζομαι rapew.gen.of a girlMen.

ShortDef

violence

Debugging

Headword:
βιασμός
Headword (normalized):
βιασμός
Headword (normalized/stripped):
βιασμος
IDX:
7451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7452
Key:
βιασμός

Data

{'headword_display': '<b>βιασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βιασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βιάζομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>rape<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a girl</Expl></Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βιασμός'}