Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βήσω
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βήτην
βίᾱ
βιάζομαι
βιαιολεχής
βιαιομαχέω
βίαιος
βιαιότης
βιάομαι
βιασμός
βιασταί
βιαστικός
βιᾱτᾱ́ς
βιβάζω
βιβάσθων
βιβάω
βιβλιακός
βιβλιᾱφόρος
View word page
βιαιότης
βιαιότηςητοςf abusiveviolent behaviourAtt.orats.

ShortDef

violence

Debugging

Headword:
βιαιότης
Headword (normalized):
βιαιότης
Headword (normalized/stripped):
βιαιοτης
IDX:
7449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7450
Key:
βιαιότης

Data

{'headword_display': '<b>βιαιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βιαιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>abusive<or/>violent behaviour</Tr><Au>Att.orats.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βιαιότης'}