Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βησσήεις
βήσσω
βήσω
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βήτην
βίᾱ
βιάζομαι
βιαιολεχής
βιαιομαχέω
βίαιος
βιαιότης
βιάομαι
βιασμός
βιασταί
βιαστικός
βιᾱτᾱ́ς
βιβάζω
βιβάσθων
βιβάω
View word page
βιαιομαχέω
βιαιομαχέωcontr.vbμάχομαι of ships, elephantsfight by rammingPlb.

ShortDef

fight at close quarters

Debugging

Headword:
βιαιομαχέω
Headword (normalized):
βιαιομαχέω
Headword (normalized/stripped):
βιαιομαχεω
IDX:
7447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7448
Key:
βιαιομαχέω

Data

{'headword_display': '<b>βιαιομαχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βιαιομαχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μάχομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of ships, elephants</Indic><Tr>fight by ramming</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βιαιομαχέω'}