Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βῆν
βήξ
βῆσα
βῆσσα
βησσήεις
βήσσω
βήσω
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βήτην
βίᾱ
βιάζομαι
βιαιολεχής
βιαιομαχέω
βίαιος
βιαιότης
βιάομαι
βιασμός
βιασταί
βιαστικός
View word page
βήτην
βήτην
ep.3du.athem.aor.
see
βαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βήτην
Headword (normalized):
βήτην
Headword (normalized/stripped):
βητην
IDX:
7443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7444
Key:
βήτην
Data
{'headword_display': '<b>βήτην</b>', 'content': '<XE><RefFm>βήτην<LblR>ep.3du.athem.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βήτην'}