Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βηματίζω
βῆμεν
βῆν
βήξ
βῆσα
βῆσσα
βησσήεις
βήσσω
βήσω
βῆτα
βηταρμός
βητάρμων
βήτην
βίᾱ
βιάζομαι
βιαιολεχής
βιαιομαχέω
βίαιος
βιαιότης
βιάομαι
βιασμός
View word page
βηταρμός
βηταρμόςοῦmβητάρμων a kind of danceAR.

ShortDef

dance

Debugging

Headword:
βηταρμός
Headword (normalized):
βηταρμός
Headword (normalized/stripped):
βηταρμος
IDX:
7441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7442
Key:
βηταρμός

Data

{'headword_display': '<b>βηταρμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βηταρμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βητάρμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of dance</Def><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βηταρμός'}