Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓́ρδην
ἄρδις
ἀρδμός
ἄρδω
Ἀρέθουσα
ἀρειάω
ἀρειή
ἀρειμανής
Ἄρειοι
Ἄρειος
ἀρειότερος
ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγῑ́της
ἀρέσαι
ἀρέσθαι
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκόντως
View word page
ἀρειότερος
ἀρειότεροςη ονIon.compar.adjἀρείων of an actionbetterthan sthg., in valueThgn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρειότερος
Headword (normalized):
ἀρειότερος
Headword (normalized/stripped):
αρειοτερος
IDX:
742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-743
Key:
ἀρειότερος

Data

{'headword_display': '<b>ἀρειότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀρειότερος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.compar.adj</PS><Ety><Ref>ἀρείων</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an action</Indic><Tr>better<Expl>than sthg., in value</Expl></Tr><Au>Thgn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀρειότερος'}