Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βελοσφενδόναι
βέλτερος
βελτῑ́ων
βεμβῑκιάω
βεμβῑκίζω
βέμβῑξ
Βενδῖς
βένθος
βέντιστε
βέομαι
βερβέριον
βέρεθρον
Βερενῑ́κη
Βερέσχεθοι
βεῦδος
βῆ
βηλός
βῆμα
βηματίζω
βῆμεν
βῆν
View word page
βερβέριον
βερβέριονουna kind of garmentperh. headdressAnacr.

ShortDef

shabby garment

Debugging

Headword:
βερβέριον
Headword (normalized):
βερβέριον
Headword (normalized/stripped):
βερβεριον
IDX:
7423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7424
Key:
βερβέριον

Data

{'headword_display': '<b>βερβέριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βερβέριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>a kind of garment<Expl>perh. headdress</Expl></Def><Au>Anacr.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βερβέριον'}