Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βελόστασις
βελοσφενδόναι
βέλτερος
βελτῑ́ων
βεμβῑκιάω
βεμβῑκίζω
βέμβῑξ
Βενδῖς
βένθος
βέντιστε
βέομαι
βερβέριον
βέρεθρον
Βερενῑ́κη
Βερέσχεθοι
βεῦδος
βῆ
βηλός
βῆμα
βηματίζω
βῆμεν
View word page
βέομαι
βέομαιep.fut.mid.seeβιόω

ShortDef

I shall live

Debugging

Headword:
βέομαι
Headword (normalized):
βέομαι
Headword (normalized/stripped):
βεομαι
IDX:
7422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7423
Key:
βέομαι

Data

{'headword_display': '<b>βέομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>βέομαι<LblR>ep.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βιόω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βέομαι'}