Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βέλος
βελόστασις
βελοσφενδόναι
βέλτερος
βελτῑ́ων
βεμβῑκιάω
βεμβῑκίζω
βέμβῑξ
Βενδῖς
βένθος
βέντιστε
βέομαι
βερβέριον
βέρεθρον
Βερενῑ́κη
Βερέσχεθοι
βεῦδος
βῆ
βηλός
βῆμα
βηματίζω
View word page
βέντιστε
βέντιστεdial.voc.superl.adj.seeβέλτιστος, underβέλτερος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέντιστε
Headword (normalized):
βέντιστε
Headword (normalized/stripped):
βεντιστε
IDX:
7421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7422
Key:
βέντιστε

Data

{'headword_display': '<b>βέντιστε</b>', 'content': '<XE><RefFm>βέντιστε<LblR>dial.voc.superl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βέλτιστος</Ref>, under<Ref>βέλτερος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βέντιστε'}