Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βεκός
βέλεμνον
Βελλεροφόντης
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελόστασις
βελοσφενδόναι
βέλτερος
βελτῑ́ων
βεμβῑκιάω
βεμβῑκίζω
βέμβῑξ
Βενδῖς
βένθος
βέντιστε
βέομαι
βερβέριον
βέρεθρον
Βερενῑ́κη
Βερέσχεθοι
View word page
βεμβῑκιάω
βεμβῑκιάωcontr.vbβέμβῑξ of a personspin like a topAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεμβῑκιάω
Headword (normalized):
βεμβῑκιάω
Headword (normalized/stripped):
βεμβικιαω
IDX:
7416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7417
Key:
βεμβῑκιάω

Data

{'headword_display': '<b>βεμβῑκιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βεμβῑκιάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βέμβῑξ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>spin like a top</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βεμβῑκιάω'}