Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
βείομαι
βείω
βεκκεσέληνος
βεκός
βέλεμνον
Βελλεροφόντης
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελόστασις
βελοσφενδόναι
βέλτερος
βελτῑ́ων
βεμβῑκιάω
βεμβῑκίζω
βέμβῑξ
Βενδῖς
View word page
βελόνη
βελόνηηςfreltd.βέλος needleAeschin. NT. Plu.

ShortDef

any sharp point, a needle

Debugging

Headword:
βελόνη
Headword (normalized):
βελόνη
Headword (normalized/stripped):
βελονη
IDX:
7409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7410
Key:
βελόνη

Data

{'headword_display': '<b>βελόνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βελόνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>βέλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>needle</Tr><Au>Aeschin. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βελόνη'}