Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄρδευσις
ἀρδεύω
ᾱ̓́ρδην
ἄρδις
ἀρδμός
ἄρδω
Ἀρέθουσα
ἀρειάω
ἀρειή
ἀρειμανής
Ἄρειοι
Ἄρειος
ἀρειότερος
ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγῑ́της
ἀρέσαι
ἀρέσθαι
ἀρέσκεια
View word page
Ἄρειοι
Ἄρειοιm.plseeἌριοι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἄρειοι
Headword (normalized):
ἄρειοι
Headword (normalized/stripped):
αρειοι
IDX:
740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-741
Key:
Ἄρειοι

Data

{'headword_display': '<b>Ἄρειοι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ἄρειοι</HL><PS>m.pl</PS></HG><XR>see<Ref>Ἄριοι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ἄρειοι'}