Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
βείομαι
βείω
βεκκεσέληνος
βεκός
βέλεμνον
Βελλεροφόντης
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελόστασις
βελοσφενδόναι
βέλτερος
View word page
βείω
βείω
ep.athem.aor.subj.
see
βαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βείω
Headword (normalized):
βείω
Headword (normalized/stripped):
βειω
IDX:
7404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7405
Key:
βείω
Data
{'headword_display': '<b>βείω</b>', 'content': '<XE><RefFm>βείω<LblR>ep.athem.aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βείω'}