Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
βείομαι
βείω
βεκκεσέληνος
βεκός
βέλεμνον
Βελλεροφόντης
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελόστασις
βελοσφενδόναι
View word page
βείομαι
βείομαιep.fut.mid.βέῃβέεαι2sg.seeβιόω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βείομαι
Headword (normalized):
βείομαι
Headword (normalized/stripped):
βειομαι
IDX:
7403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7404
Key:
βείομαι

Data

{'headword_display': '<b>βείομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>βείομαι<LblR>ep.fut.mid.</LblR></RefFm><RefFm>βέῃ<and/>βέεαι<LblR>2sg.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βιόω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βείομαι'}