Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
βείομαι
βείω
βεκκεσέληνος
βεκός
βέλεμνον
Βελλεροφόντης
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελόστασις
View word page
βεβώς
βεβώςpf.ptcpl.seeβαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβώς
Headword (normalized):
βεβώς
Headword (normalized/stripped):
βεβως
IDX:
7402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7403
Key:
βεβώς

Data

{'headword_display': '<b>βεβώς</b>', 'content': '<XE><RefFm>βεβώς<LblR>pf.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βεβώς'}