Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
βείομαι
βείω
βεκκεσέληνος
βεκός
βέλεμνον
Βελλεροφόντης
View word page
βεβροτωμένος
βεβροτωμένοςη ονpf.pass.ptcpl.adjβρότος of armourcovered in gore, bloodstainedOd.of a snake's headStesich.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβροτωμένος
Headword (normalized):
βεβροτωμένος
Headword (normalized/stripped):
βεβροτωμενος
IDX:
7398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7399
Key:
βεβροτωμένος

Data

{'headword_display': '<b>βεβροτωμένος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>βεβροτωμένος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>pf.pass.ptcpl.adj</PS><Ety><Ref>βρότος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of armour</Indic><Tr>covered in gore, bloodstained</Tr><Au>Od.</Au><aS2><Indic>of a snake's head</Indic><Au>Stesich.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'βεβροτωμένος'}