Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
βείομαι
βείω
βεκκεσέληνος
βεκός
View word page
βέβρῑθα
βέβρῑθαpf.seeβρῑ́θω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβρῑθα
Headword (normalized):
βέβρῑθα
Headword (normalized/stripped):
βεβριθα
IDX:
7396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7397
Key:
βέβρῑθα

Data

{'headword_display': '<b>βέβρῑθα</b>', 'content': '<XE><RefFm>βέβρῑθα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βρῑ́θω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βέβρῑθα'}