Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
βείομαι
βείω
βεκκεσέληνος
View word page
βεβουλευμένως
βεβουλευμένωςpf.mid.ptcpl.advsee underβουλεύω

ShortDef

advisedly, designedly

Debugging

Headword:
βεβουλευμένως
Headword (normalized):
βεβουλευμένως
Headword (normalized/stripped):
βεβουλευμενως
IDX:
7395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7396
Key:
βεβουλευμένως

Data

{'headword_display': '<b>βεβουλευμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βεβουλευμένως</HL><PS>pf.mid.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>βουλεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βεβουλευμένως'}