Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
βείομαι
βείω
View word page
βεβόλημαι
βεβόλημαιep.pf.passsee underβάλλω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβόλημαι
Headword (normalized):
βεβόλημαι
Headword (normalized/stripped):
βεβολημαι
IDX:
7394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7395
Key:
βεβόλημαι

Data

{'headword_display': '<b>βεβόλημαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βεβόλημαι</HL><PS>ep.pf.pass</PS></HG><XR>see under<Ref>βάλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βεβόλημαι'}