Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
βεβώς
View word page
βέβλαμμαι
βέβλαμμαιpf.pass.seeβλάπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβλαμμαι
Headword (normalized):
βέβλαμμαι
Headword (normalized/stripped):
βεβλαμμαι
IDX:
7392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7393
Key:
βέβλαμμαι

Data

{'headword_display': '<b>βέβλαμμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>βέβλαμμαι<LblR>pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βλάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βέβλαμμαι'}