Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
βεβωμένος
View word page
βεβίηκα
βεβίηκαpf.see underβιάομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβίηκα
Headword (normalized):
βεβίηκα
Headword (normalized/stripped):
βεβιηκα
IDX:
7391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7392
Key:
βεβίηκα

Data

{'headword_display': '<b>βεβίηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>βεβίηκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see under<Ref>βιάομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βεβίηκα'}