Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βεβαιόω
βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
βέβρῡχα
βεβρώθοις
View word page
βεβηλόω
βεβηλόωcontr.vb profanethe Temple, the SabbathNT.

ShortDef

to profane

Debugging

Headword:
βεβηλόω
Headword (normalized):
βεβηλόω
Headword (normalized/stripped):
βεβηλοω
IDX:
7390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7391
Key:
βεβηλόω

Data

{'headword_display': '<b>βεβηλόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βεβηλόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>profane</Tr><Obj>the Temple, the Sabbath<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'βεβηλόω'}