Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
βεβροτωμένος
View word page
βέβηκα
βέβηκαpf.seeβαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβηκα
Headword (normalized):
βέβηκα
Headword (normalized/stripped):
βεβηκα
IDX:
7388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7389
Key:
βέβηκα

Data

{'headword_display': '<b>βέβηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>βέβηκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βέβηκα'}