Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
βεβρός
View word page
βεβάως
βεβάωςAeol.advsee underβέβαιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβάως
Headword (normalized):
βεβάως
Headword (normalized/stripped):
βεβαως
IDX:
7387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7388
Key:
βεβάως

Data

{'headword_display': '<b>βεβάως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βεβάως</HL><PS>Aeol.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>βέβαιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βεβάως'}