Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βέβρῑθα
View word page
βεβαρημένος
βεβαρημένοςpf.pass.ptcpl.adjβεβαρηώςep.pf.ptcpl.adjsee underβαρέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβαρημένος
Headword (normalized):
βεβαρημένος
Headword (normalized/stripped):
βεβαρημενος
IDX:
7386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7387
Key:
βεβαρημένος

Data

{'headword_display': '<b>βεβαρημένος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βεβαρημένος</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adj</PS></HG><HG><HL>βεβαρηώς</HL><PS>ep.pf.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>βαρέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βεβαρημένος'}