Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βδέω
βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
View word page
βέβαμμαι
βέβαμμαιpf.pass.seeβάπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβαμμαι
Headword (normalized):
βέβαμμαι
Headword (normalized/stripped):
βεβαμμαι
IDX:
7385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7386
Key:
βέβαμμαι

Data

{'headword_display': '<b>βέβαμμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>βέβαμμαι<LblR>pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βέβαμμαι'}