Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
βέβηκα
βέβηλος
βεβηλόω
βεβίηκα
βέβλαμμαι
βέβληκα
βεβόλημαι
View word page
βέβακται
βέβακται3sg.pf.pass.seeβάζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβακται
Headword (normalized):
βέβακται
Headword (normalized/stripped):
βεβακται
IDX:
7384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7385
Key:
βέβακται

Data

{'headword_display': '<b>βέβακται</b>', 'content': '<XE><RefFm>βέβακται<LblR>3sg.pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βάζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βέβακται'}