Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
βεβάως
View word page
βεβάᾱσι
βεβάᾱσι
ep.3pl.pf.
see
βαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βεβάᾱσι
Headword (normalized):
βεβάᾱσι
Headword (normalized/stripped):
βεβαασι
IDX:
7377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7378
Key:
βεβάᾱσι
Data
{'headword_display': '<b>βεβάᾱσι</b>', 'content': '<XE><RefFm>βεβάᾱσι<LblR>ep.3pl.pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βεβάᾱσι'}