Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βεβαιωτής
βέβᾱκα
βέβακται
βέβαμμαι
βεβαρημένος
View word page
βδύλλω
βδύλλωvb fart in terrorAr.w.acc.of someoneAr.

ShortDef

to be in deadly fear of

Debugging

Headword:
βδύλλω
Headword (normalized):
βδύλλω
Headword (normalized/stripped):
βδυλλω
IDX:
7376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7377
Key:
βδύλλω

Data

{'headword_display': '<b>βδύλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βδύλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fart in terror</Tr><Au>Ar.</Au><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>of someone<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'βδύλλω'}