Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
βαφεύς
βαφή
βάψω
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
View word page
βδελυρεύομαι
βδελυρεύομαιmid.vbβδελυρός act despicablyD.

ShortDef

to behave in a brutal manner

Debugging

Headword:
βδελυρεύομαι
Headword (normalized):
βδελυρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
βδελυρευομαι
IDX:
7371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7372
Key:
βδελυρεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>βδελυρεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βδελυρεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>βδελυρός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>act despicably</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βδελυρεύομαι'}