Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βατώδης
βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
βαφεύς
βαφή
βάψω
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
View word page
βδελύκ-τροπος
βδελύκ-τροποςονadjτρόπος of Erinyesrepulsive in mannerA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βδελύκτροπος
Headword (normalized):
βδελύκτροπος
Headword (normalized/stripped):
βδελυκτροπος
IDX:
7370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7371
Key:
βδελύκτροπος

Data

{'headword_display': '<b>βδελύκ-τροπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βδελύκ-τροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρόπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>repulsive in manner</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βδελύκτροπος'}