Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βᾱ́τω
βατώδης
βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
βαφεύς
βαφή
βάψω
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
βεβαιότης
View word page
βδελυγμίᾱ
βδελυγμίᾱᾱςf nauseaat the thought of food, when fullX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βδελυγμίᾱ
Headword (normalized):
βδελυγμίᾱ
Headword (normalized/stripped):
βδελυγμια
IDX:
7369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7370
Key:
βδελυγμίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>βδελυγμίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βδελυγμίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>nausea<Expl>at the thought of food, when full</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βδελυγμίᾱ'}