Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βάττος
βᾱ́τω
βατώδης
βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
βαφεύς
βαφή
βάψω
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βεβάᾱσι
βέβαιος
View word page
βδέλυγμα
βδέλυγμαατοςnβδελύσσομαι abominable thingNT.

ShortDef

an abomination

Debugging

Headword:
βδέλυγμα
Headword (normalized):
βδέλυγμα
Headword (normalized/stripped):
βδελυγμα
IDX:
7368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7369
Key:
βδέλυγμα

Data

{'headword_display': '<b>βδέλυγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βδέλυγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>βδελύσσομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr> abominable thing</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βδέλυγμα'}