Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βατταλογέω
Bάτταλος
βατταρίζω
Βάττος
βᾱ́τω
βατώδης
βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
βαφεύς
βαφή
βάψω
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
View word page
βάψω
βάψωfut.seeβάπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάψω
Headword (normalized):
βάψω
Headword (normalized/stripped):
βαψω
IDX:
7365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7366
Key:
βάψω

Data

{'headword_display': '<b>βάψω</b>', 'content': '<XE><RefFm>βάψω<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βάψω'}