Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βατραχίς
βάτραχος
βατταλογέω
Bάτταλος
βατταρίζω
Βάττος
βᾱ́τω
βατώδης
βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
βαφεύς
βαφή
βάψω
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
βδελυρός
View word page
βαφεύς
βαφεύςέωςmβάπτω dyerof textilesPl. Plu.

ShortDef

a dyer

Debugging

Headword:
βαφεύς
Headword (normalized):
βαφεύς
Headword (normalized/stripped):
βαφευς
IDX:
7363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7364
Key:
βαφεύς

Data

{'headword_display': '<b>βαφεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαφεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>dyer<Expl>of textiles</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαφεύς'}