Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βατράχειος
βατραχίς
βάτραχος
βατταλογέω
Bάτταλος
βατταρίζω
Βάττος
βᾱ́τω
βατώδης
βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
βαφεύς
βαφή
βάψω
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμίᾱ
βδελύκτροπος
βδελυρεύομαι
βδελυρίᾱ
View word page
βαυκο-πανοῦργος
βαυκοπανοῦργοςουmβαυκός app. coy or mannered perh.pretentious charlatanArist.

ShortDef

a paltry braggart

Debugging

Headword:
βαυκοπανοῦργος
Headword (normalized):
βαυκοπανοῦργος
Headword (normalized/stripped):
βαυκοπανουργος
IDX:
7362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7363
Key:
βαυκοπανοῦργος

Data

{'headword_display': '<b>βαυκο-πανοῦργος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βαυκο<hyph/>πανοῦργος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βαυκός</Ref> app. <ital>coy</ital> or <ital>mannered</ital></Ety></HG> <nS1><Qualif>perh.</Qualif><Tr>pretentious charlatan</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βαυκοπανοῦργος'}