Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βατηρίη
βατιᾱ́
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βατός
βάτος
βάτος
βατράχειος
βατραχίς
βάτραχος
βατταλογέω
Bάτταλος
βατταρίζω
Βάττος
βᾱ́τω
βατώδης
βαΰζω
βαυκοπανοῦργος
βαφεύς
βαφή
View word page
βάτραχος
βάτραχοςουm frogHdt. Ar. Pl. Theoc. Mosch.as a wooden toyAr.

ShortDef

a frog
Batrachus

Debugging

Headword:
βάτραχος
Headword (normalized):
βάτραχος
Headword (normalized/stripped):
βατραχος
IDX:
7354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7355
Key:
βάτραχος

Data

{'headword_display': '<b>βάτραχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βάτραχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>frog</Tr><Au>Hdt. Ar. Pl. Theoc. Mosch.</Au><nS2><Indic>as a wooden toy</Indic><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'βάτραχος'}